αμβλύωπας


αμβλύωπας
Προφορά

Ετυμολογία
αμβλύωπας αμβλύς + αρχαία ελληνική ὤψ, ὠπός

Ερμηνεία
αμβλύωπας

✦ -ωπος κ. αμβλύωπας (ο,η) ουσ. αυτός που πάσχει από αμβλυωπία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.