αμβλύνω
Προφορά
Ετυμολογία
αμβλύνω αρχαία ελληνική ἀμβλύνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αμβλύνω
✦ ελαττώνω την αιχμηρότητα κάποιου οργάνου
✦ (μτφ. ) εξασθενίζω, ελαττώνω την οξύτητα, την ένταση: με το φάρμακο αυτό αμβλύνονται κάπως οι πόνοι
Συνώνυμα
απαλύνω
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–