αμαύριστος


αμαύριστος
Προφορά

Ετυμολογία
αμαύριστος ἀ στερητικό + μαυρίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αμαύριστος -η, -ο

✦ που δε βάφτηκε με μαύρο χρώμα

Συνώνυμα
αμουντζούρωτος
Αντίθετα
μαυρισμένος, μουντζουρωμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.