αμαχαίρωτος


αμαχαίρωτος
Προφορά

Ετυμολογία
αμαχαίρωτος ἀ στερητικό + μαχαιρώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αμαχαίρωτος -η, -ο

✦ αυτός που δε μαχαιρώθηκε

Συνώνυμα

Αντίθετα
μαχαιρωμένος, λαβωμένος
Επιρρήματα
αμαχαίρωτα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.