αμαυρός
Προφορά
Ετυμολογία
αμαυρός αρχαία ελληνική ἀμαυρός, αμφίβ. ετυμ.
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αμαυρός -ή, -ό
✦ που δε λάμπει, ο θαμπός
✦ (μτφ. ) ασαφής, αβέβαιος
Συνώνυμα
αλαμπής, άφεγγος, αμυδρός
Αντίθετα
λαμπρός, φωτεινός
Επιρρήματα
αμαυρά (Κ αμαυρώς)