αμασκάρευτος


αμασκάρευτος
Προφορά

Ετυμολογία
αμασκάρευτος ἀ στερητικό + μασκαρεύω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αμασκάρευτος -η, -ο

✦ αυτός που δεν έχει μασκαρευτεί, δεν έχει μεταμφιεστεί

Συνώνυμα

Αντίθετα
μασκαράς, μασκαρεμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.