αμαρκάριστος


αμαρκάριστος
Προφορά

Ετυμολογία
αμαρκάριστος ἀ στερητικό + μαρκάρω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αμαρκάριστος -η, -ο

✦ που δεν έχει μάρκα (σήμα) ή δε μαρκαρίστηκε
✦ (αθλητ.) παίκτης ομαδικού αθλήματος που δεν παρεμποδίζεται από αντίπαλο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.