αμανές
Προφορά
Ετυμολογία
αμανές └τουρκ┘mani, με επίδρ. του αμάν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αμανές
✦ είδος λαϊκού τραγουδιού, συνήθως ερωτικού, όπου επαναλαμβάνεται κάθε τόσο το επιφώνημα αμάν: και κλαίνε οι αμανέδες στις ταβέρνες τη νύχτα την αστρόφεγγη (Κ. Καρυωτάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–