αμαζόνα
Προφορά
Ετυμολογία
αμαζόνα αρχαία ελληνική ἀμαζών
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αμαζόνα
✦ ιππεύτρια
✦ (μτφ. ) γυναίκα με ανδροπρεπή ιδιοσυγκρασία
✦ πληθ. Αμαζόνες, έθνος μυθικών φιλοπόλεμων γυναικών που κατοικούσαν στα παράλια του Πόντου και φημίζονταν ιδιαίτερα για τη δεξιοσύνη τους στην ιππασία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–