αμαγνήτιστος
Προφορά
Ετυμολογία
αμαγνήτιστος ἀ στερητικό + μαγνητίζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αμαγνήτιστος -η, -ο
✦ αυτός που δεν μαγνητίστηκε, δεν επηρεάστηκε από τον μαγνητισμό
✦ (μτφ. ) αυτός που δεν γοητεύεται εύκολα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–