αμαγείρευτος


αμαγείρευτος
Προφορά

Ετυμολογία
αμαγείρευτος ἀ στερητικό + μαγειρεύω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αμαγείρευτος -η, -ο

✦ που δε μαγειρεύτηκε
✦ που δε μαγείρεψε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αμαγείρευτα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.