αμίμητος


αμίμητος
Προφορά

Ετυμολογία
αμίμητος μεταγενέστερη ελληνική ἀμίμητος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αμίμητος -η, -ο

✦ που δεν μπορεί κανείς να τον μιμηθεί

Συνώνυμα
άφθαστος, ανυπέρβλητος, ασυναγώνιστος
Αντίθετα

Επιρρήματα
αμίμητα (Κ αμιμήτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.