αμίλητος
Προφορά
Ετυμολογία
αμίλητος ἀ στερητικό + μιλώ
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αμίλητος -η, -ο
✦ που δε μίλησε ή που δεν του αρέσει να μιλά, σιωπηλός: ανέγνωροι ας περάσουμε κι αμίλητοι ας διαβούμε (Ι. Ζερβός) – μια πίκρα είν’ αμίλητη, μια πίκρα είν’ αξήγητη, μια πίκρα μεγάλη (Κ. Παλαμάς)
✦ αυτός που δε μιλήθηκε
Συνώνυμα
άλαλος, άφωνος
Αντίθετα
μιλημένος, κουβεντιασμένος
Επιρρήματα
αμίλητα