αμίαντος


αμίαντος
Προφορά

Ετυμολογία
αμίαντος αρχαία ελληνική ἀμίαντος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αμίαντος -η, -ο

✦ αμόλυντος, καθαρός, αγνός: κι είναι η καρδιά μου αμίαντη σαν κόρη σε ώρα γάμου (Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αμίαντα (Κ αμιάντως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.