αμέτρητος


αμέτρητος
Προφορά

Ετυμολογία
αμέτρητος αρχαία ελληνική ἀμέτρητος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αμέτρητος -η, -ο

✦ ανυπολόγιστος, που δεν μπορεί να μετρηθεί: χιλιάδες ήχοι, αμέτρητοι (Διον. Σολωμός)

Συνώνυμα
ακαταμέτρητος, αναρίθμητος, αλογάριαστος
Αντίθετα
μετρητός
Επιρρήματα
αμέτρητα (Κ αμετρήτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.