αμέριστος
Προφορά
Ετυμολογία
αμέριστος αρχαία ελληνική ἀμέριστος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αμέριστος -η, -ο
✦ ολόκληρος, αδιαίρετος, πλήρης
✦ συνεχής και απεριόριστος: αμέριστο ενδιαφέρον
Συνώνυμα
ακαταμέριστος, αμοίραστος
Αντίθετα
μερισμένος, μοιρασμένος, κομματιασμένος
Επιρρήματα
αμέριστα (Κ αμερίστως)