αμέθυστος
Προφορά
Ετυμολογία
αμέθυστος μεταγενέστερη ελληνική ἀμέθυστος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αμέθυστος -η, -ο
✦ αυτός που δε μέθυσε, όχι μεθυσμένος
✦ το αρσ. αμέθυστος ως ουσ., κυανόχρωμος, πολύτιμος λίθος
Συνώνυμα
άπιωτος, νηφάλιος
Αντίθετα
μεθυσμένος, σουρωμένος, πιωμένος
Επιρρήματα
–