αμάτιαστος


αμάτιαστος
Προφορά

Ετυμολογία
αμάτιαστος ἀ στερητικό + ματιάζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αμάτιαστος -η, -ο

✦ που δε ματιάστηκε

Συνώνυμα
αβάσκαντος
Αντίθετα
ματιασμένος, βασκαμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.