αμάσητος
Προφορά
Ετυμολογία
αμάσητος μεταγενέστερη ελληνική ἀμάσητος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αμάσητος -η, -ο
✦ που δε μασιέται
✦ που δεν μασήθηκε: καταπίνει το φαΐ του αμάσητο
✦ (μτφ. ) που δεν κατασπαταλήθηκε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αμάσητα