αμάργαρος
Προφορά
Ετυμολογία
αμάργαρος ἀ στερητικό + μάργαρος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αμάργαρος -η, -ο
✦ ο χωρίς μαργαριτάρια
✦ (συνεκδ.) ο μη στολισμένος, ακαλλώπιστος, απλός: μόνη, αμάργαρος, ολόγυμνος… αναβαίνει η Αρετή (Α. Κάλβος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–