αμάραντος


αμάραντος
Προφορά

Ετυμολογία
αμάραντος μεταγενέστερη ελληνική ἀμάραντος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αμάραντος -η, -ο

✦ που δε μαραίνεται: ένα κορίτσι αμάραντο σα μυγδαλιάς κλωνάρι (Ν. Γκάτσος)
✦ αιώνιος, αθάνατος
✦ τα αμάραντα, γενική ονομασία των φυτών, που τα άνθη τους, και όταν ξεραθούν, διατηρούν το χρώμα και το σχήμα τους: σπείρετε τ’ αμάραντα στ’ απίστευτο το μνήμα (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.