αμάντρωτος
Προφορά
Ετυμολογία
αμάντρωτος ἀ στερητικό + μαντρώνω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αμάντρωτος -η, -ο
✦ που δεν κλείστηκε σε μάντρα για φύλαξη: αμάντρωτα ζωντανά
✦ που δεν περιφράχτηκε με μάντρα: αμάντρωτο περιβόλι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–