αμάλλιαστος


αμάλλιαστος
Προφορά

Ετυμολογία
αμάλλιαστος ἀ στερητικό + μαλλιάζω

Ερμηνεία
αμάλλιαστος

✦ κ. αμάλλιαγος, -η, -ο επίθ. που δεν έβγαλε ακόμα μαλλί ή πούπουλο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.