αμάλαγος
Προφορά
Ετυμολογία
αμάλαγος αρχαία ελληνική ἀμάλακτος
Ερμηνεία
αμάλαγος
✦ -η, -ο κ. αμάλαγος, -η, -ο επίθ. (Κ αμάλακτος, -ος, -ον) που δεν έχει μαλαχτεί: στα στήθια της τ’ αμάλαγα χώριζ’ ολόρτη η ρώγα (Άγγ. Σικελιανός)
✦ (μτφ. ) παρθενικός, απείραχτος, αγνός
✦ άκαμπτος, σκληρόκαρδος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αμάλαχτα κ.αμάλαγα (Κ αμαλάκτως)