αμάκα


αμάκα
Προφορά

Ετυμολογία
αμάκα └βενετ┘ └φρ┘a macca (=άφθονα)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αμάκα

✦ εξασφάλιση, απόχτηση αγαθών σε βάρος άλλων, παρασιτισμός
✦ (ως επίρρ.) δωρεάν, τζάμπα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.