αλώσιμος


αλώσιμος
Προφορά

Ετυμολογία
αλώσιμος αρχαία ελληνική ἁλώσιμος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αλώσιμος -η, -ο

✦ ο εύκολα κυριευόμενος ή αποκτώμενος, ευάλωτος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.