αλώνω
Προφορά
Ετυμολογία
αλώνω από την υποτακτ. να αλωθώ του αορ. εάλων του αρχαίου ελληνικού ρ. ἁλίσκομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αλώνω
✦ κατακτώ, κυριεύω, εκπορθώ
✦ (κ. μτφ.) καθυποτάσσω, υποδουλώνω: η μεν κοινή γνώμη δεν αλώθηκε (Βήμα) – Βέβαια, τούτη η «περιρρέουσα ατμόσφαιρα» μας καταπνίγει όλους, αλλά δεν μας κάνει όλους -ευτυχώς- ναρκομανείς, σατανιστές… Αλώνει, διαβρώνει ωστόσο τα πιο ευπαθή άτομα (Μ. Πλωρίτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–