αλώνι
Προφορά
Ετυμολογία
αλώνι μεσαιωνική ελληνική ἁλώνιον, υποκοριστικό του μεταγενέστερη ελληνική ἡ ἅλων, -ωνος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αλώνι
✦ κυκλικός χώρος, συνήθως λιθόστρωτος, όπου γίνεται το αλώνισμα
✦ χώρος όπου απλώνονται και αποξηραίνονται καρποί
✦ ο φωτεινός κύκλος γύρω απ’ το φεγγάρι
Συνώνυμα
απλωταριά, λιάστρα
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–