αλύγιστος
Προφορά
Ετυμολογία
αλύγιστος ἀ στερητικό + λυγίζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αλύγιστος -η, -ο
✦ αυτός που δε λυγίστηκε ή δε λυγίζει: καθόταν με αλύγιστη πλάτη σαν ιέρεια (Άγγ. Βλάχος)
✦ (μτφ. ) αυτός που δεν υποχωρεί, αμετάπειστος
Συνώνυμα
άκαμπτος ,αδιάλλακτος, άκαμπτος, ανένδοτος, ανυποχώρητος
Αντίθετα
εύκαμπτος, ευλύγιστος, λυγερός ,διαλλακτικός, ενδοτικός, υποχωρητικός
Επιρρήματα
αλύγιστα (Κ αλυγίστως)