αλόη
Προφορά
Ετυμολογία
αλόη μεταγενέστερη ελληνική ἀλόη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αλόη
✦ φαρμακευτικό φυτό που ο πικρός χυμός των φύλλων του, είδος ρητίνης, χρησιμοποιείται ως καθαρτικό
✦ δέντρο της Ινδοκίνας με πολύτιμο, αρωματικό ξύλο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–