αλόγιστος
Προφορά
Ετυμολογία
αλόγιστος αρχαία ελληνική ἀλόγιστος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αλόγιστος -η, -ο
✦ αυτός που δεν κρίνει σωστά, που δεν συλλογίζεται όπως πρέπει, ο απερίσκεπτος
✦ (για ενέργειες ή καταστάσεις) ο μη λογικός, όχι μετρημένος: αλόγιστες δαπάνες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αλόγιστα (Κ αλογίστως)