αλόγιαστος
Προφορά
Ετυμολογία
αλόγιαστος ἀ στερητικό + λογιάζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αλόγιαστος -η, -ο
✦ αυτός που δε λογαριάζει τίποτε, που δε συλλογίζεται
✦ απρόβλεπτος, αναπάντεχος
Συνώνυμα
ασυλλόγιστος, απερίσκεπτος, αστόχαστος
Αντίθετα
λογικός, στοχαστικός
Επιρρήματα
αλόγιαστα