αλωπεκίαση


αλωπεκίαση
Προφορά

Ετυμολογία
αλωπεκίαση μεταγενέστερη ελληνική ἀλωπεκίασις

Ερμηνεία
αλωπεκίαση

✦ (Κ αλωπεκίασις, -εως) είδος δερματοπάθειας, η μερική ή γενική πτώση των τριχών της κεφαλής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.