αλωνιστικός


αλωνιστικός
Προφορά

Ετυμολογία
αλωνιστικός από το ρ. αλωνίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αλωνιστικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με το αλώνισμα
✦ το ουδ. τα αλωνιστικά ως ουσ., η αμοιβή για τον αλωνισμό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.