αλχημεία
Προφορά
Ετυμολογία
αλχημεία └αραβ┘ al-kimiya
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αλχημεία
✦ η χημεία του μεσαίωνα, που επιζητούσε να μεταβάλει τα κοινά μέταλλα σε χρυσάφι
✦ (μτφ. ) προσπάθεια για εξαπάτηση με ύποπτες, μυστηριώδεις επινοήσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–