αλχημίστρια
Προφορά
Ετυμολογία
αλχημίστρια αλχημεία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αλχημίστρια
✦ θηλ. αλχημίστρια ο ασχολούμενος με την αλχημεία
✦ (μτφ. ) αυτός που προσπαθεί να εξαπατήσει με ύποπτες, μυστηριώδεις επινοήσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–