αλφισμός
Προφορά
Ετυμολογία
αλφισμός αρχαία ελληνική ἀλφός (=λευκός)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αλφισμός
✦ συγγενής έλλειψη της χρωστικής του δέρματος, που παρατηρείται σ’ όλες τις φυλές και σε ζώα, κατά την οποία ο πάσχων έχει λευκό δέρμα ή λευκές κηλίδες, λευκά μαλλιά και μάτια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–