αλυχτώ


αλυχτώ
Προφορά

Ετυμολογία
αλυχτώ από τα αρχαία ελληνικά ὑλακτῶ με μετάθεση φων.

Ερμηνεία
ρήμα αλυχτώ -άς, -ά

✦ γαβγίζω
(μτφ. ) βρίζω, φωνασκώ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.