αλυσοειδής


αλυσοειδής
Προφορά

Ετυμολογία
αλυσοειδής άλυσις + είδος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αλυσοειδής -ής, -ές

✦ αυτός που μοιάζει με αλυσίδα κατά το σχήμα ή τον τρόπο συνδέσεως

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αλυσοειδώς

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.