αλυσιδωτός
Προφορά
Ετυμολογία
αλυσιδωτός μεταγενέστερη ελληνική ἁλυσιδωτός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αλυσιδωτός -ή, -ό
✦ κατασκευασμένος με μορφή αλυσίδας ή από αλυσίδες: αλυσιδωτός θώρακας
✦ (μτφ. ) για πράγματα, γεγονότα κτλ., που αποτελούν συνεχή σειρά: αλυσιδωτές αντιδράσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–