αλυσίδα


αλυσίδα
Προφορά

Ετυμολογία
αλυσίδα μεταγενέστερη ελληνική ἁλυσίδιον, υποκοριστικό του μεταγενέστερη ελληνική ἁλύσιον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αλυσίδα

✦ σειρά από κρίκους που συνδέονται μεταξύ τους
(μτφ. ) αδιάκοπη σειρά από ομοειδή πράγματα
✦ στον πληθ., τα δεσμά
✦ (οικον.) αλυσίδα καταστημάτων, καταστήματα λιανικού εμπορίου με κοινό διοικητικό και αποθηκευτικό κέντρο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.