αλυκή


αλυκή
Προφορά

Ετυμολογία
αλυκή └θηλ┘ του αρχαίου ελληνικού επιθ. ἁλυκός (= αρμυρός)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αλυκή

✦ παραλιακή έκταση, επίπεδη και χαμηλή, κατάλληλα διαμορφωμένη για την παραγωγή μαγειρικού αλατιού με βαθμιαία εξάτμιση του θαλασσινού νερού: να σε περάσω απ’ αλυκές, να σε φορτώσω αλάτι (δημ. τραγ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.