αλουστράριστος


αλουστράριστος
Προφορά

Ετυμολογία
αλουστράριστος ἀ στερητικό + λουστράρω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αλουστράριστος -η, -ο

✦ που δε λουστραρίστηκε

Συνώνυμα
αστίλβωτος, αβερνίκωτος, αγυάλιστος
Αντίθετα
λουστραρισμένος, βερνικωμένος, στιλβωμένος, γυαλισμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.