αλοιφή
Προφορά
Ετυμολογία
αλοιφή αρχαία ελληνική ἀλοιφή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αλοιφή
✦ φαρμακευτικό, λιπαρό παρασκεύασμα που χρησιμεύει για επαλείψεις
✦ (μτφ. ) για κάθε ρευστό παρασκεύασμα με λεία υφή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–