αλογάριαστος
Προφορά
Ετυμολογία
αλογάριαστος ἀ στερητικό + λογαριάζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αλογάριαστος -η, -ο
✦ αυτός που δεν ξεκαθάρισε τους λογαριασμούς του
✦ που δεν αξίζει να τον υπολογίζει κανείς
✦ που δεν υπολογίζει σωστά τις συνέπειες των ενεργειών του, ασύνετος
✦ (για πράγματα) αμέτρητος, που δεν μπορεί να υπολογιστεί: πλούτη αλογάριαστα
✦ (για ζητήματα, υποθέσεις) αδιευθέτητος, που δεν έχει τακτοποιηθεί
Συνώνυμα
ασήμαντος, τιποτένιος ,άκριτος, άσκεφτος, ασυλλόγιστος
Αντίθετα
αξιόλογος, σημαντικός, υπολογίσιμος ,στοχαστικός, συνετός
Επιρρήματα
αλογάριαστα