αλμπάνισσα


αλμπάνισσα
Προφορά

Ετυμολογία
αλμπάνισσα └τουρκ┘nalbant

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αλμπάνισσα

✦ θηλ. αλμπάνισσα πεταλωτής, καλιγωτής
✦ (ειρων.) άνθρωπος άξεστος, αδέξιος στη δουλειά του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.