αλματώδης


αλματώδης
Προφορά

Ετυμολογία
αλματώδης άλμα

Ερμηνεία
επίθετο┘ αλματώδης -ης, -ες

✦ ο πραγματοποιούμενος με άλματα, γοργός: αλματώδης πρόοδος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αλματωδώς

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.