αλλόπιστος


αλλόπιστος
Προφορά

Ετυμολογία
αλλόπιστος μεταγενέστερη ελληνική ἀλλόπιστος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αλλόπιστος -η, -ο

✦ ο μη χριστιανικός, που πιστεύει σε άλλη θρησκεία

Συνώνυμα
αλλόθρησκος, άπιστος, αντίχριστος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.