αλλοφροσύνη


αλλοφροσύνη
Προφορά

Ετυμολογία
αλλοφροσύνη μεταγενέστερη ελληνική ἀλλοφροσύνη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αλλοφροσύνη

✦ η κατάσταση εκείνου που έχει ταραγμένο το μυαλό

Συνώνυμα
φρένιασμα, εξαλλοσύνη
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.