αλλοτροπισμός
Προφορά
Ετυμολογία
αλλοτροπισμός αλλότροπος
Ερμηνεία
αλλοτροπισμός
✦ μετατροπή, παραλλαγή
✦ (χημ.) η ιδιότητα ορισμένων στοιχείων να εμφανίζονται, ως απλά σώματα, με διαφορετικές μορφές (π.χ. ο άνθρακας παρουσιάζεται και ως διαμάντι και ως γραφίτης και ως αιθάλη)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–